- σαλβινιώδη
- τα, Νβοτ. τάξη πτεριδοφύτων που ανήκει στην κλάση πολυδιόψιδα και περιλαμβάνει τις οικογένειες σαλβινιίδες και αζολλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. salviniales, βλ. λ. σαλβίνια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλβίνια — η, Ν βοτ. γένος πτεριδοφύτων, μοναδικό τής οικογένειας σαλβινιίδες, που ανήκει στην τάξη σαλβινιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη μικροσκοπικών φυτών, τα οποία επιπλέουν σε στάσιμα ή αργοκινούμενα γλυκά νερά τών εύκρατων χωρών.… … Dictionary of Greek
σαλβινιίδες — (Salvimaceae). Οικογένεια πτε ριδόφυτων της τάξης των υδροπτεριδωδών με μοναδικό γένος τη σαλβινία. Η σαλβινία αριθμεί 11 είδη, όλα υδρόβια, ιθαγενή των εύκρατων χωρών. Οι σ. δεν έχουν ρίζες αλλά μόνο σπόνδυλους, με τρία φύλλα ο καθένας, που… … Dictionary of Greek